Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβλέφαρος
Εὐβοεύς
Εὔβοια
Εὐβοϊκός
εὔβολος
View word page
εὐαστής
εὐαστής εὐαστής, οῦ, εὐάζω a Bacchanal, Anth.

ShortDef

a Bacchanal

Debugging

Headword:
εὐαστής
Headword (normalized):
εὐαστής
Headword (normalized/stripped):
ευαστης
IDX:
13454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13460
Key:
eu)asth/s

Data

{'content': 'εὐαστής\n εὐαστής, οῦ,\n εὐάζω\n a Bacchanal, Anth.', 'key': 'eu)asth/s'}