Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβλέφαρος
Εὐβοεύς
View word page
εὐασμός
εὐασμός εὐασμός, ὁ, εὐάζω a shout of revelry, Plut.

ShortDef

a shout of revelry

Debugging

Headword:
εὐασμός
Headword (normalized):
εὐασμός
Headword (normalized/stripped):
ευασμος
IDX:
13451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13457
Key:
eu)asmo/s

Data

{'content': 'εὐασμός\n εὐασμός, ὁ,\n εὐάζω\n a shout of revelry, Plut.', 'key': 'eu)asmo/s'}