Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβλέφαρος
View word page
εὔασμα
εὔασμα εὔασμα, ατος, τό, εὐάζω a Bacchanalian shout, Eur.
ShortDef
a Bacchanalian shout
Debugging
Headword:
εὔασμα
Headword (normalized):
εὔασμα
Headword (normalized/stripped):
ευασμα
IDX:
13450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13456
Key:
eu)/asma
Data
{'content': 'εὔασμα\n εὔασμα, ατος, τό,\n εὐάζω\n a Bacchanalian shout, Eur.', 'key': 'eu)/asma'}