Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐβάστακτος
εὔβατος
View word page
εὔαρχος
εὔαρχος εὔ-αρχος, ον ἄρχω beginning well, making a good beginning, Anth.

ShortDef

beginning well, making a good beginning

Debugging

Headword:
εὔαρχος
Headword (normalized):
εὔαρχος
Headword (normalized/stripped):
ευαρχος
IDX:
13449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13455
Key:
eu)/arxos

Data

{'content': 'εὔαρχος\n εὔ-αρχος, ον\n ἄρχω\n beginning well, making a good beginning, Anth.', 'key': 'eu)/arxos'}