Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐβάστακτος
View word page
εὐάροτος
εὐάροτος εὐ-άροτος, ον ἀρόω well-ploughed or easy to be ploughed, Anth.

ShortDef

well-ploughed

Debugging

Headword:
εὐάροτος
Headword (normalized):
εὐάροτος
Headword (normalized/stripped):
ευαροτος
IDX:
13448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13454
Key:
eu)a/rotos

Data

{'content': 'εὐάροτος\n εὐ-άροτος, ον\n ἀρόω\n well-ploughed or easy to be ploughed, Anth.', 'key': 'eu)a/rotos'}