Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
εὐαφής
View word page
εὔαρνος
εὔαρνος εὔ-αρνος, ον rich in sheep or lambs, Anth.
ShortDef
rich in sheep
Debugging
Headword:
εὔαρνος
Headword (normalized):
εὔαρνος
Headword (normalized/stripped):
ευαρνος
IDX:
13447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13453
Key:
eu)/arnos
Data
{'content': 'εὔαρνος\n εὔ-αρνος, ον\n rich in sheep or lambs, Anth.', 'key': 'eu)/arnos'}