Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
εὐαφήγητος
View word page
εὐάρμοστος
εὐάρμοστος εὐ-άρμοστος, ον ἁρμόζω well-joined, harmonious, Eur., Plat. of men, accommodating, Plat.

ShortDef

well-joined, harmonious

Debugging

Headword:
εὐάρμοστος
Headword (normalized):
εὐάρμοστος
Headword (normalized/stripped):
ευαρμοστος
IDX:
13446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13452
Key:
eu)a/rmostos

Data

{'content': 'εὐάρμοστος\n εὐ-άρμοστος, ον\n ἁρμόζω\n well-joined, harmonious, Eur., Plat.\n of men, accommodating, Plat.', 'key': 'eu)a/rmostos'}