Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐάτριος
View word page
εὐαρμοστία
εὐαρμοστία εὐαρμοστία, ἡ, easiness of temper, Plat., Dem.
ShortDef
easiness of temper
Debugging
Headword:
εὐαρμοστία
Headword (normalized):
εὐαρμοστία
Headword (normalized/stripped):
ευαρμοστια
IDX:
13445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13451
Key:
eu)armosti/a
Data
{'content': 'εὐαρμοστία\n εὐαρμοστία, ἡ,\n easiness of temper, Plat., Dem.', 'key': 'eu)armosti/a'}