Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
εὐαστής
View word page
εὐάρματος
εὐάρματος εὐ-άρμᾰτος, ον ἅρμα with beauteous car, Soph.
ShortDef
with beauteous car
Debugging
Headword:
εὐάρματος
Headword (normalized):
εὐάρματος
Headword (normalized/stripped):
ευαρματος
IDX:
13444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13450
Key:
eu)a/rmatos
Data
{'content': 'εὐάρματος\n εὐ-άρμᾰτος, ον\n ἅρμα\n with beauteous car, Soph.', 'key': 'eu)a/rmatos'}