Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐάνωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
εὐαστήρ
View word page
εὔαρκτος
εὔαρκτος εὔ-αρκτος, ον ἄρχω easy to govern, manageable, of a horseʼs mouth, Aesch.
ShortDef
easy to govern, manageable
Debugging
Headword:
εὔαρκτος
Headword (normalized):
εὔαρκτος
Headword (normalized/stripped):
ευαρκτος
IDX:
13443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13449
Key:
eu)/arktos
Data
{'content': 'εὔαρκτος\n εὔ-αρκτος, ον\n ἄρχω\n easy to govern, manageable, of a horseʼs mouth, Aesch.', 'key': 'eu)/arktos'}