Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
εὔας
View word page
εὐαρίθμητος
εὐαρίθμητος εὐ-ᾰρίθμητος, ον easy to count, i. e. few in number, Plat.
ShortDef
easy to count
Debugging
Headword:
εὐαρίθμητος
Headword (normalized):
εὐαρίθμητος
Headword (normalized/stripped):
ευαριθμητος
IDX:
13442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13448
Key:
eu)ari/qmhtos
Data
{'content': 'εὐαρίθμητος\n εὐ-ᾰρίθμητος, ον\n easy to count, i. e. few in number, Plat.', 'key': 'eu)ari/qmhtos'}