Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐάντητος
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὔαρχος
εὔασμα
εὐασμός
View word page
εὐάρεστος
εὐάρεστος εὐ-άρεστος, ον ἀρέσκω well-pleasing, acceptable, NTest.:—adv., εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι to be more popular with one, Xen.

ShortDef

well-pleasing, acceptable

Debugging

Headword:
εὐάρεστος
Headword (normalized):
εὐάρεστος
Headword (normalized/stripped):
ευαρεστος
IDX:
13441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13447
Key:
eu)a/restos

Data

{'content': 'εὐάρεστος\n εὐ-άρεστος, ον\n ἀρέσκω\n well-pleasing, acceptable, NTest.:—adv., εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι to be more popular with one, Xen.', 'key': 'eu)a/restos'}