Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐανθής
εὐανορία
εὐάν
εὐάντητος
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
View word page
εὐαπολόγητος
εὐαπολόγητος εὐ-απολόγητος, ον ἀπολογέομαι easy to excuse, Plut.

ShortDef

easy to excuse

Debugging

Headword:
εὐαπολόγητος
Headword (normalized):
εὐαπολόγητος
Headword (normalized/stripped):
ευαπολογητος
IDX:
13438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13444
Key:
eu)apolo/ghtos

Data

{'content': 'εὐαπολόγητος\n εὐ-απολόγητος, ον\n ἀπολογέομαι\n easy to excuse, Plut.', 'key': 'eu)apolo/ghtos'}