Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐανθέω
εὐανθής
εὐανορία
εὐάν
εὐάντητος
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
View word page
εὐαπόβατος
εὐαπόβατος εὐ-απόβᾰτος, ον ἀποβαίνω easy to disembark on, convenient for landing, Thuc.

ShortDef

easy to disembark on, convenient for landing

Debugging

Headword:
εὐαπόβατος
Headword (normalized):
εὐαπόβατος
Headword (normalized/stripped):
ευαποβατος
IDX:
13437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13443
Key:
eu)apo/batos

Data

{'content': 'εὐαπόβατος\n εὐ-απόβᾰτος, ον\n ἀποβαίνω\n easy to disembark on, convenient for landing, Thuc.', 'key': 'eu)apo/batos'}