Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔανδρος
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐανορία
εὐάν
εὐάντητος
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστία
View word page
εὐαπάτητος
εὐαπάτητος εὐ-ᾰπάτητος, ον ἀπατάω easy to cheat, Plat.

ShortDef

easy to cheat

Debugging

Headword:
εὐαπάτητος
Headword (normalized):
εὐαπάτητος
Headword (normalized/stripped):
ευαπατητος
IDX:
13435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13441
Key:
eu)apa/thtos

Data

{'content': 'εὐαπάτητος\n εὐ-ᾰπάτητος, ον\n ἀπατάω\n easy to cheat, Plat.', 'key': 'eu)apa/thtos'}