Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐανορία
εὐάν
εὐάντητος
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
View word page
εὐαπάλλακτος
εὐαπάλλακτος εὐ-απάλλακτος, ον easy to part with, Xen.

ShortDef

easy to part with

Debugging

Headword:
εὐαπάλλακτος
Headword (normalized):
εὐαπάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
ευαπαλλακτος
IDX:
13434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13440
Key:
eu)apa/llaktos

Data

{'content': 'εὐαπάλλακτος\n εὐ-απάλλακτος, ον\n easy to part with, Xen.', 'key': 'eu)apa/llaktos'}