Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐανορία
εὐάν
εὐάντητος
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐάρεσκος
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
View word page
εὐάνωρ
εὐάνωρ εὐά_νωρ, ορος, Doric for εὐήνωρ.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐάνωρ
Headword (normalized):
εὐάνωρ
Headword (normalized/stripped):
ευανωρ
IDX:
13433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13439
Key:
eu)a/nwr

Data

{'content': 'εὐάνωρ\n εὐά_νωρ, ορος,\n Doric for εὐήνωρ.', 'key': 'eu)a/nwr'}