Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐάλφιτος
εὐάλωτος
εὐάμπελος
εὐανάκλητος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐανορία
εὐάν
εὐάντητος
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
View word page
εὐανορία
εὐανορία εὐᾱνορία, ἡ, Doric for εὐηνορία.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐανορία
Headword (normalized):
εὐανορία
Headword (normalized/stripped):
ευανορια
IDX:
13429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13435
Key:
eu)anori/a

Data

{'content': 'εὐανορία\n εὐᾱνορία, ἡ,\n Doric for εὐηνορία.', 'key': 'eu)anori/a'}