Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔαθλος
εὐαίρετος
εὐαίων
εὐακής
εὐακοέω
εὐάκοος
εὐαλάκατος
εὐαλδής
εὐάλιος
εὐάλφιτος
εὐάλωτος
εὐάμπελος
εὐανάκλητος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐανορία
εὐάν
View word page
εὐάλωτος
εὐάλωτος εὐ-άλωτος, ον easy to be taken or caught, Xen., etc.
ShortDef
easy to be taken
Debugging
Headword:
εὐάλωτος
Headword (normalized):
εὐάλωτος
Headword (normalized/stripped):
ευαλωτος
IDX:
13420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13426
Key:
eu)a/lwtos
Data
{'content': 'εὐάλωτος\n εὐ-άλωτος, ον\n easy to be taken or caught, Xen., etc.', 'key': 'eu)a/lwtos'}