Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐάγωγος
εὐάζω
εὐαής
εὔαθλος
εὐαίρετος
εὐαίων
εὐακής
εὐακοέω
εὐάκοος
εὐαλάκατος
εὐαλδής
εὐάλιος
εὐάλφιτος
εὐάλωτος
εὐάμπελος
εὐανάκλητος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνθεμος
εὐανθέω
View word page
εὐαλδής
εὐαλδής εὐ-αλδής, ές ἀλδαίνω well-grown, luxuriant, Anth.
ShortDef
well-grown, luxuriant
Debugging
Headword:
εὐαλδής
Headword (normalized):
εὐαλδής
Headword (normalized/stripped):
ευαλδης
IDX:
13417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13423
Key:
eu)aldh/s
Data
{'content': 'εὐαλδής\n εὐ-αλδής, ές\n ἀλδαίνω\n well-grown, luxuriant, Anth.', 'key': 'eu)aldh/s'}