Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐαγωγία
εὐάγωγος
εὐάζω
εὐαής
εὔαθλος
εὐαίρετος
εὐαίων
εὐακής
εὐακοέω
εὐάκοος
εὐαλάκατος
εὐαλδής
εὐάλιος
εὐάλφιτος
εὐάλωτος
εὐάμπελος
εὐανάκλητος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνθεμος
View word page
εὐαλάκατος
εὐαλάκατος εὐᾱλάκατος, ον Doric for εὐηλάκατος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐαλάκατος
Headword (normalized):
εὐαλάκατος
Headword (normalized/stripped):
ευαλακατος
IDX:
13416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13422
Key:
eu)ala/katos
Data
{'content': 'εὐαλάκατος\n εὐᾱλάκατος, ον\n Doric for εὐηλάκατος', 'key': 'eu)ala/katos'}