Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐαγορέω
εὐαγρεσία
εὐαγρέω
εὐαγρία
εὔαγρος
εὐαγωγία
εὐάγωγος
εὐάζω
εὐαής
εὔαθλος
εὐαίρετος
εὐαίων
εὐακής
εὐακοέω
εὐάκοος
εὐαλάκατος
εὐαλδής
εὐάλιος
εὐάλφιτος
εὐάλωτος
εὐάμπελος
View word page
εὐαίρετος
εὐαίρετος εὐ-αίρετος, ον αἱρέω easy to be taken, Hdt.
ShortDef
easy to be taken
Debugging
Headword:
εὐαίρετος
Headword (normalized):
εὐαίρετος
Headword (normalized/stripped):
ευαιρετος
IDX:
13411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13417
Key:
eu)ai/retos
Data
{'content': 'εὐαίρετος\n εὐ-αίρετος, ον\n αἱρέω\n easy to be taken, Hdt.', 'key': 'eu)ai/retos'}