Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐαγής2
εὐαγής3
εὐάγητος
εὐάγκαλος
εὐαγορέω
εὐαγρεσία
εὐαγρέω
εὐαγρία
εὔαγρος
εὐαγωγία
εὐάγωγος
εὐάζω
εὐαής
εὔαθλος
εὐαίρετος
εὐαίων
εὐακής
εὐακοέω
εὐάκοος
εὐαλάκατος
εὐαλδής
View word page
εὐάγωγος
εὐάγωγος εὐ-άγωγος, ον ἀγωγή easy to lead, easily led, ductile, ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι Plat., Xen.

ShortDef

easy to lead, easily led, ductile

Debugging

Headword:
εὐάγωγος
Headword (normalized):
εὐάγωγος
Headword (normalized/stripped):
ευαγωγος
IDX:
13407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13413
Key:
eu)a/gwgos

Data

{'content': 'εὐάγωγος\n εὐ-άγωγος, ον\n ἀγωγή\n easy to lead, easily led, ductile, ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι Plat., Xen.', 'key': 'eu)a/gwgos'}