Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἔτος
ἐτός
ἔτυμος
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐαγέω
εὐαγής
εὐαγής2
εὐαγής3
εὐάγητος
εὐάγκαλος
εὐαγορέω
εὐαγρεσία
εὐαγρέω
εὐαγρία
View word page
εὐάγγελος
εὐάγγελος εὐ-άγγελος, ον bringing good news, Aesch.

ShortDef

bringing good news

Debugging

Headword:
εὐάγγελος
Headword (normalized):
εὐάγγελος
Headword (normalized/stripped):
ευαγγελος
IDX:
13394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13400
Key:
eu)a/ggelos

Data

{'content': 'εὐάγγελος\n εὐ-άγγελος, ον\n bringing good news, Aesch.', 'key': 'eu)a/ggelos'}