Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγγελιαφόρος
ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
ἄγγελμα
ἄγγελος
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείτων
ἀγελαῖος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγελαστί
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγεληδόν
ἀγέλη
ἀγενεαλόγητος
ἀγένειος
ἀγένητος
ἀγεννής
ἀγέννητος
View word page
ἀγελάρχης
ἀγελάρχης ἀγέλη, ἄρχω the leader of a company, captain, Plut., Luc.

ShortDef

the leader of a company, captain

Debugging

Headword:
ἀγελάρχης
Headword (normalized):
ἀγελάρχης
Headword (normalized/stripped):
αγελαρχης
IDX:
134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n134
Key:
a)gela/rxhs

Data

{'content': 'ἀγελάρχης\n ἀγέλη, ἄρχω\n the leader of a company, captain, Plut., Luc.', 'key': 'a)gela/rxhs'}