Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἔτος
ἐτός
ἔτυμος
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐαγέω
εὐαγής
εὐαγής2
εὐαγής3
εὐάγητος
εὐάγκαλος
View word page
ἐτώσιος
ἐτώσιος ἐτώσιος, ον ἐτός adv. fruitless, useless, unprofitable, Lat. irritus, ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης Il., etc.

ShortDef

fruitless, useless, unprofitable

Debugging

Headword:
ἐτώσιος
Headword (normalized):
ἐτώσιος
Headword (normalized/stripped):
ετωσιος
IDX:
13390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13396
Key:
e)tw/sios

Data

{'content': 'ἐτώσιος\n ἐτώσιος, ον\n ἐτός adv.\n fruitless, useless, unprofitable, Lat. irritus, ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης Il., etc.', 'key': 'e)tw/sios'}