Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔτης
ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἔτος
ἐτός
ἔτυμος
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐαγέω
View word page
ἑτοιμοτόμος
ἑτοιμοτόμος ἑτοιμο-τόμος, ον τέμνω ready for cutting, Anth.
ShortDef
ready for cutting
Debugging
Headword:
ἑτοιμοτόμος
Headword (normalized):
ἑτοιμοτόμος
Headword (normalized/stripped):
ετοιμοτομος
IDX:
13385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13391
Key:
e(toimoto/mos
Data
{'content': 'ἑτοιμοτόμος\n ἑτοιμο-τόμος, ον\n τέμνω\n ready for cutting, Anth.', 'key': 'e(toimoto/mos'}