Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐτήσιος
ἔτης
ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἔτος
ἐτός
ἔτυμος
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
View word page
ἑτοιμότης
ἑτοιμότης from ἑτοῖμος ἑτοιμότης, ητος, a state of preparation, readiness, Plut.
ShortDef
a state of preparation, readiness
Debugging
Headword:
ἑτοιμότης
Headword (normalized):
ἑτοιμότης
Headword (normalized/stripped):
ετοιμοτης
IDX:
13384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13390
Key:
e(toimo/ths
Data
{'content': 'ἑτοιμότης\n from ἑτοῖμος\n ἑτοιμότης, ητος,\n a state of preparation, readiness, Plut.', 'key': 'e(toimo/ths'}