Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑτέρωσε
ἑτέρως
ἐτησίαι
ἐτήσιος
ἔτης
ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἔτος
ἐτός
ἔτυμος
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
εὐαγγελίζομαι
View word page
ἔτνος
ἔτνος .ἔτνος, εος, a thick soup of pulse, pea-soup, Ar., Plat.

ShortDef

a thick soup of pulse, pea-soup

Debugging

Headword:
ἔτνος
Headword (normalized):
ἔτνος
Headword (normalized/stripped):
ετνος
IDX:
13381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13387
Key:
e)/tnos

Data

{'content': 'ἔτνος\n .ἔτνος, εος,\n a thick soup of pulse, pea-soup, Ar., Plat.', 'key': 'e)/tnos'}