Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρωσε
ἑτέρως
ἐτησίαι
ἐτήσιος
ἔτης
ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
View word page
ἐτήσιος
ἐτήσιος ἐτήσιος, ον ἔτος lasting a year, a year long, πένθος Eur., Thuc. every year, annual, Thuc.
ShortDef
lasting a year, a year long
Debugging
Headword:
ἐτήσιος
Headword (normalized):
ἐτήσιος
Headword (normalized/stripped):
ετησιος
IDX:
13374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13380
Key:
e)th/sios
Data
{'content': 'ἐτήσιος\n ἐτήσιος, ον\n ἔτος\n lasting a year, a year long, πένθος Eur., Thuc.\n every year, annual, Thuc.', 'key': 'e)th/sios'}