Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρωσε
ἑτέρως
ἐτησίαι
ἐτήσιος
ἔτης
ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
View word page
ἑτέρως
ἑτέρως in one or the other way, Plat. differently, Ar., Dem.
ShortDef
in one or the other way; differently
Debugging
Headword:
ἑτέρως
Headword (normalized):
ἑτέρως
Headword (normalized/stripped):
ετερως
IDX:
13372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13378
Key:
e(te/rws
Data
{'content': 'ἑτέρως\n in one or the other way, Plat.\n differently, Ar., Dem.', 'key': 'e(te/rws'}