Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρωσε
ἑτέρως
ἐτησίαι
ἐτήσιος
ἔτης
ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
View word page
ἑτερόφωνος
ἑτερόφωνος ἑτερό-φωνος, ον φωνή of different voice: foreign, Aesch.

ShortDef

of different voice: foreign

Debugging

Headword:
ἑτερόφωνος
Headword (normalized):
ἑτερόφωνος
Headword (normalized/stripped):
ετεροφωνος
IDX:
13368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13374
Key:
e(tero/fwnos

Data

{'content': 'ἑτερόφωνος\n ἑτερό-φωνος, ον\n φωνή\n of different voice: foreign, Aesch.', 'key': 'e(tero/fwnos'}