Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρωσε
ἑτέρως
ἐτησίαι
ἐτήσιος
ἔτης
ἐτητυμία
View word page
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφθαλμος ἑτερ-όφθαλμος, ον one-eyed, Lat. unoculus, luscus, Dem.

ShortDef

one-eyed

Debugging

Headword:
ἑτερόφθαλμος
Headword (normalized):
ἑτερόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
ετεροφθαλμος
IDX:
13366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13372
Key:
e(tero/fqalmos

Data

{'content': 'ἑτερόφθαλμος\n ἑτερ-όφθαλμος, ον\n one-eyed, Lat. unoculus, luscus, Dem.', 'key': 'e(tero/fqalmos'}