Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρωσε
ἑτέρως
ἐτησίαι
ἐτήσιος
ἔτης
View word page
ἑτερότροπος
ἑτερότροπος ἑτερό-τροπος, ον of different sort or fashion, Ar. turning the other way, uncertain, Anth.

ShortDef

of different sort

Debugging

Headword:
ἑτερότροπος
Headword (normalized):
ἑτερότροπος
Headword (normalized/stripped):
ετεροτροπος
IDX:
13365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13371
Key:
e(tero/tropos

Data

{'content': 'ἑτερότροπος\n ἑτερό-τροπος, ον\n of different sort or fashion, Ar.\n turning the other way, uncertain, Anth.', 'key': 'e(tero/tropos'}