Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρωσε
ἑτέρως
ἐτησίαι
View word page
ἑτερόπλοος
ἑτερόπλοος ἑτερό-πλους, ουν of money lent on a ship and cargo with the risk of the outward, but not of the homeward, voyage, Dem.
ShortDef
lent on a ship and cargo with the risk of the outward journey
Debugging
Headword:
ἑτερόπλοος
Headword (normalized):
ἑτερόπλοος
Headword (normalized/stripped):
ετεροπλοος
IDX:
13363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13369
Key:
e(tero/plous
Data
{'content': 'ἑτερόπλοος\n ἑτερό-πλους, ουν\n of money lent on a ship and cargo with the risk of the outward, but not of the homeward, voyage, Dem.', 'key': 'e(tero/plous'}