Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρωσε
ἑτέρως
View word page
ἑτερομήκης
ἑτερομήκης ἑτερο-μήκης, ες μῆκος with sides of uneven length, i. e. oblong, rectangular, Xen.

ShortDef

with sides of uneven length

Debugging

Headword:
ἑτερομήκης
Headword (normalized):
ἑτερομήκης
Headword (normalized/stripped):
ετερομηκης
IDX:
13362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13368
Key:
e(teromh/khs

Data

{'content': 'ἑτερομήκης\n ἑτερο-μήκης, ες\n μῆκος\n with sides of uneven length, i. e. oblong, rectangular, Xen.', 'key': 'e(teromh/khs'}