Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρωσε
View word page
ἑτεροκλινής
ἑτεροκλινής ἑτερο-κλῐνής, ές κλίνω leaning to one side, sloping, Xen.
ShortDef
leaning to one side, sloping
Debugging
Headword:
ἑτεροκλινής
Headword (normalized):
ἑτεροκλινής
Headword (normalized/stripped):
ετεροκλινης
IDX:
13361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13367
Key:
e(teroklinh/s
Data
{'content': 'ἑτεροκλινής\n ἑτερο-κλῐνής, ές\n κλίνω\n leaning to one side, sloping, Xen.', 'key': 'e(teroklinh/s'}