Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
View word page
ἑτεροιόω
ἑτεροιόω from ἑτεροῖος ἑτεροιόω, fut. -ώσω to make of different kind:—Pass. to be changed or altered, to alter, Hdt.
ShortDef
to make of different kind
Debugging
Headword:
ἑτεροιόω
Headword (normalized):
ἑτεροιόω
Headword (normalized/stripped):
ετεροιοω
IDX:
13360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13366
Key:
e(teroio/w
Data
{'content': 'ἑτεροιόω\n from ἑτεροῖος\n ἑτεροιόω,\n fut. -ώσω\n to make of different kind:—Pass. to be changed or altered, to alter, Hdt.', 'key': 'e(teroio/w'}