Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
ἑτερόφωνος
View word page
ἑτερόζυξ
ἑτερόζυξ ἑτερό-ζυξ, ῠγος, ὁ, ζυγῆναι yoked singly, without its yokefellow, metaph., Ion ap. Plut.
ShortDef
yoked singly, without its yokefellow
Debugging
Headword:
ἑτερόζυξ
Headword (normalized):
ἑτερόζυξ
Headword (normalized/stripped):
ετεροζυξ
IDX:
13358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13364
Key:
e(tero/zuc
Data
{'content': 'ἑτερόζυξ\n ἑτερό-ζυξ, ῠγος, ὁ,\n ζυγῆναι\n yoked singly, without its yokefellow, metaph., Ion ap. Plut.', 'key': 'e(tero/zuc'}