Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἐτεόκρητες
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτερόφρων
View word page
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυγος ἑτερό-ζῠγος, ον ζυγόν coupled with an animal of diverse kind, Lxx.

ShortDef

coupled with an animal of diverse kind

Debugging

Headword:
ἑτερόζυγος
Headword (normalized):
ἑτερόζυγος
Headword (normalized/stripped):
ετεροζυγος
IDX:
13357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13363
Key:
e(tero/zugos

Data

{'content': 'ἑτερόζυγος\n ἑτερό-ζῠγος, ον\n ζυγόν\n coupled with an animal of diverse kind, Lxx.', 'key': 'e(tero/zugos'}