Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
Ἐτεόκρητες
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
ἑτερότροπος
View word page
ἑτερόζηλος
ἑτερόζηλος ἑτερό-ζηλος, ον zealous for one side, leaning to one side, of the balance:—adv. -λως, unfairly, Hes. zealous in another pursuit, Anth.

ShortDef

zealous for one side, leaning to one side

Debugging

Headword:
ἑτερόζηλος
Headword (normalized):
ἑτερόζηλος
Headword (normalized/stripped):
ετεροζηλος
IDX:
13355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13361
Key:
e(tero/zhlos

Data

{'content': 'ἑτερόζηλος\n ἑτερό-ζηλος, ον\n zealous for one side, leaning to one side, of the balance:—adv. -λως, unfairly, Hes.\n zealous in another pursuit, Anth.', 'key': 'e(tero/zhlos'}