Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑταιρόσυνος
ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
Ἐτεόκρητες
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἕτερος
View word page
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτεροδιδάσκαλος ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ, one who teaches error.

ShortDef

one who teaches error

Debugging

Headword:
ἑτεροδιδάσκαλος
Headword (normalized):
ἑτεροδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
ετεροδιδασκαλος
IDX:
13354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13360
Key:
e(terodida/skalos

Data

{'content': 'ἑτεροδιδάσκαλος\n ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ,\n one who teaches error.', 'key': 'e(terodida/skalos'}