Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑταιρίς
ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
Ἐτεόκρητες
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
View word page
ἑτερόγναθος
ἑτερόγναθος ἑτερό-γνᾰθος, ὁ, with one side of the mouth harder than the other, ἵππος Xen.

ShortDef

with one side of the mouth harder than the other

Debugging

Headword:
ἑτερόγναθος
Headword (normalized):
ἑτερόγναθος
Headword (normalized/stripped):
ετερογναθος
IDX:
13352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13358
Key:
e(tero/gnaqos

Data

{'content': 'ἑτερόγναθος\n ἑτερό-γνᾰθος, ὁ,\n with one side of the mouth harder than the other, ἵππος Xen.', 'key': 'e(tero/gnaqos'}