Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑταιρικός
ἑταιρίς
ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
Ἐτεόκρητες
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
ἑτεροκλινής
View word page
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγλωσσος γλῶσσα of other tongue, ἐν ἑτερογλώσσοις by men of foreign tongue, NTest.

ShortDef

of other tongue

Debugging

Headword:
ἑτερόγλωσσος
Headword (normalized):
ἑτερόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
ετερογλωσσος
IDX:
13351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13357
Key:
e(tero/glwssos

Data

{'content': 'ἑτερόγλωσσος\n γλῶσσα\n of other tongue, ἐν ἑτερογλώσσοις by men of foreign tongue, NTest.', 'key': 'e(tero/glwssos'}