Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑταιρίζω
ἑταιρικός
ἑταιρίς
ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
Ἐτεόκρητες
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροῖος
ἑτεροιόω
View word page
ἑτερήμερος
ἑτερήμερος ἑτερ-ήμερος, ον ἡμέρα on alternate days, day and day about, of the Dioscuri, Od.

ShortDef

on alternate days, day and day about

Debugging

Headword:
ἑτερήμερος
Headword (normalized):
ἑτερήμερος
Headword (normalized/stripped):
ετερημερος
IDX:
13350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13356
Key:
e(terh/meros

Data

{'content': 'ἑτερήμερος\n ἑτερ-ήμερος, ον\n ἡμέρα\n on alternate days, day and day about, of the Dioscuri, Od.', 'key': 'e(terh/meros'}