Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐτάζω
ἑταίρα
ἑταιρεία
ἑταιρεῖος
ἑταιρέω
ἑταίρησις
ἑταιρίζω
ἑταιρικός
ἑταιρίς
ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
Ἐτεόκρητες
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
View word page
ἑταιρόσυνος
ἑταιρόσυνος from ἑταίρα friendly, a friend, Anth.

ShortDef

friendly, a friend

Debugging

Headword:
ἑταιρόσυνος
Headword (normalized):
ἑταιρόσυνος
Headword (normalized/stripped):
εταιροσυνος
IDX:
13344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13350
Key:
e(tairo/sunos

Data

{'content': 'ἑταιρόσυνος\n from ἑταίρα\n friendly, a friend, Anth.', 'key': 'e(tairo/sunos'}