Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔσω
ἐσώτατος
ἐσώτερος
ἐτάζω
ἑταίρα
ἑταιρεία
ἑταιρεῖος
ἑταιρέω
ἑταίρησις
ἑταιρίζω
ἑταιρικός
ἑταιρίς
ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
Ἐτεόκρητες
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτερόγλωσσος
View word page
ἑταιρικός
ἑταιρικός ἑταιρικός, ή, όν of or befitting a companion: τὸ ἑταιρικόν = ἑταιρεία I.2, Thuc.: hence the ties of party, Thuc. of or like an ἑταίρα, meretricious Plut.:— adv. -κῶς, Plut., Luc.

ShortDef

of or befitting a companion

Debugging

Headword:
ἑταιρικός
Headword (normalized):
ἑταιρικός
Headword (normalized/stripped):
εταιρικος
IDX:
13341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13347
Key:
e(tairiko/s

Data

{'content': 'ἑταιρικός\n ἑταιρικός, ή, όν\n of or befitting a companion: τὸ ἑταιρικόν = ἑταιρεία I.2, Thuc.: hence the ties of party, Thuc.\n \n of or like an ἑταίρα, meretricious Plut.:— adv. -κῶς, Plut., Luc.', 'key': 'e(tairiko/s'}