Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐσχάριος
ἐσχαρίς
ἐσχατάω
ἐσχατιά
ἐσχάτιος
ἐσχατόεις
ἔσχατος
ἔσωθεν
ἔσω
ἐσώτατος
ἐσώτερος
ἐτάζω
ἑταίρα
ἑταιρεία
ἑταιρεῖος
ἑταιρέω
ἑταίρησις
ἑταιρίζω
ἑταιρικός
ἑταιρίς
ἑταῖρος
View word page
ἐσώτερος
ἐσώτερος ἐσώτερος, α, ον interior, NTest. comp. of ἔσω.
ShortDef
interior
Debugging
Headword:
ἐσώτερος
Headword (normalized):
ἐσώτερος
Headword (normalized/stripped):
εσωτερος
IDX:
13333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13339
Key:
e)sw/teros
Data
{'content': 'ἐσώτερος\n ἐσώτερος, α, ον\n interior, NTest. comp. of ἔσω.', 'key': 'e)sw/teros'}