Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγγελίαρχος
ἀγγελιαφόρος
ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
ἄγγελμα
ἄγγελος
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείτων
ἀγελαῖος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγελαστί
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγεληδόν
ἀγέλη
ἀγενεαλόγητος
ἀγένειος
ἀγένητος
ἀγεννής
View word page
ἀγελαρχέω
ἀγελαρχέω from ἀγελάρχης to lead a company, c. gen., Plut.
ShortDef
to lead a company
Debugging
Headword:
ἀγελαρχέω
Headword (normalized):
ἀγελαρχέω
Headword (normalized/stripped):
αγελαρχεω
IDX:
133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n133
Key:
a)gelarxe/w
Data
{'content': 'ἀγελαρχέω\n from ἀγελάρχης\n to lead a company, c. gen., Plut.', 'key': 'a)gelarxe/w'}