Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐρωή
ἐρωμένιον
ἐρώμενος
ἐρῶ
ἔρως
Ἐρωτάριον
ἐρωτάω
ἐρώτημα
ἐρώτησις
ἐρωτιάς
ἐρωτικός
ἐρωτίς
ἐρωτογράφος
ἐρωτοπλάνος
ἐρωτύλος
ἐσηλυσίη
ἐσθέω
ἔσθημα
ἔσθησις
ἐσθής
ἐσθίω
View word page
ἐρωτικός
ἐρωτικός ἐρωτικός, ή, όν ἔρως amatory, Thuc., etc. of persons, amorous, Plat., Xen.:—adv. -κῶς, Thuc.; ἐρ. ἔχειν τινός to be eager for, Xen.
ShortDef
amatory
Debugging
Headword:
ἐρωτικός
Headword (normalized):
ἐρωτικός
Headword (normalized/stripped):
ερωτικος
IDX:
13282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13287
Key:
e)rwtiko/s
Data
{'content': 'ἐρωτικός\n ἐρωτικός, ή, όν\n ἔρως\n amatory, Thuc., etc.\n of persons, amorous, Plat., Xen.:—adv. -κῶς, Thuc.; ἐρ. ἔχειν τινός to be eager for, Xen.', 'key': 'e)rwtiko/s'}